δεξιογυιος

δεξιογυιος
    δεξιόγυιος
    δεξιό-γυιος
    2
    ловкий, проворный
    

(ἀνήρ Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "δεξιογυιος" в других словарях:

  • δεξιόγυιος — δεξιόγυιος, ον (Α) όποιος έχει επιδέξια μέλη τού σώματος, ο ευκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός «επιδέξιος» + γυῑον «μέλος τού σώματος»] …   Dictionary of Greek

  • δεξιόγυιον — δεξιόγυιος ready of limb masc/fem acc sg δεξιόγυιος ready of limb neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυίον — γυῑον, το (Α) 1. μέλος τού σώματος 2. χέρι 3. ολόκληρο το σώμα 4. πληθ. γυῑα, τα α) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα») β) τα χέρια 5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» τα πόδια β) «μητρός γυῑα» η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική… …   Dictionary of Greek

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»